- θήγω
- θήγω και θάγω (Α)1. οξύνω, ακονίζω2. μτφ. παροτρύνω, ενθαρρύνω, εγκαρδιώνω.[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρ. dhāgu- «οξύς» και συνδέεται με το αρμ. daku «πέλεκυς». Η ύπαρξη τ. με -ω- (λ.χ. η γλώσσα τού Ησυχίου τεθωγμένοιμεθυσμένοι) αποτελούν ένδειξη σπάνιας μεταπτώσεως *ō/*ā (πρβλ. και βωμός, βάμα / βήμα). Το ρ. εχρησιμοποιείτο και με την κυριολεκτική και με τη μεταφορική σημασία τού «παροξύνω», ενώ στην παθητική φωνή είχε αποκτήσει και την ειδική σημασία «παροξύνομαι από το ποτό, μεθώ».ΠΑΡ. αρχ. θηγαλέος, θηγάνη, θήγανον, θηγάνω, θηκτός, θήξιςνεοελλ.θηκτικός.ΣΥΝΘ. αντιθήγω, επιθήγω, καταθήγω, παραθήγω, προκαταθήγω, προσυποθήγω, συνεπιθήγω, συνθήγω].
Dictionary of Greek. 2013.